- λογώδης
- λογώδης, ες,A = λογοειδής 1,
μέλος Aristox.Harm.p.18
M.II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέλος Aristox.Harm.p.18
M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογώδης — λογώδης, ῶδες (Α) [λόγος] 1. λογοειδής* 2. (για επιχείρημα) προφορικός … Dictionary of Greek
λογῶδες — λογώδης verbal masc/fem voc sg λογώδης verbal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογώδους — λογώδης verbal masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek